- νεωκορήσει
- νεωκορέωto be aaor subj act 3rd sg (epic)νεωκορέωto be afut ind mid 2nd sgνεωκορέωto be afut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεωκορώ — νεωκορῶ, έω (Α) [νεωκόρος] 1. είμαι νεωκόρος 2. (συν. σχετικά με θεό) τιμώ με ναό («τὸν αὑτῶν σύμμαχον [ενν. θεόν] νεωκορεῑν», Ιώσ.) 3. (με ειρωνική σημ.) συλώ κάτι ιερό, διαρπάζω («ἱερόν τι νεωκορήσει», Πλάτ.) 4. μτφ. διατηρώ καθαρό κάτι, αγνό… … Dictionary of Greek